- πνέουσιν
- πνέωblowpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)πνέωblowpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AUTHENTICI — Graece Αὐθεντικοὶ, Dionysio Uticensi Venti dicuntur, qui Cardinales Latinis: Α᾿πὸ τῶ τεςςάρων κλιμάτων τέςςαρες αὐθεντικοὶ πνέουσιν ἄνεμοι, A quatuor climatibus quatuor Authentici spirant venti. Prima enim et antiquissima divisio, quae tantum… … Hofmann J. Lexicon universale
μετάτροπος — μετάτροπος, ον (Α) [μετατρέπω] 1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.) 2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ ἐμοί», Αισχύλ. β. «ἔργα μετάτροπα» πράξεις που … Dictionary of Greek